- ἐμβαμμάτων
- ἔμβαμμαsauceneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβάφιον — ἐμβάφιον, το (Α) 1. πλατύ αγγείο για τοποθέτηση εμβαμμάτων 2. (ως μέτρο) το τέταρτο τής κοτύλης … Dictionary of Greek